- ανεξόρυκτος
- η , ο [ος , ον ]1) недобитый; недобываемый (о руде и т. п.); 2) мед. неудалённый, неизвлечённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξόρυκτος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να εξορυχθεί (για κοιτάσματα ή για μάτι που δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί με χειρουργική επέμβαση) … Dictionary of Greek